Ο Πούτιν “χαρίζει” την δυτική Ουκρανία και διεκδικεί όλη την υπόλοιπη
Τα μηνύματα του Ρώσου προέδρου στην ετήσια συνέντευξη τύπου
Στην τετράωρη συνέντευξη τύπου που έδωσε την προηγούμενη εβδομάδα, όπως κάθε χρόνο τέτοια εποχή, απαντώντας σε ερωτήματα δημοσιογράφων και πολιτών από όλη τη Ρωσία, ο Βλαντίμιρ Πούτιν ανέφερε με νόημα ότι “η Οδησσός είναι μία ρωσική πόλη”. Και μόνο αυτή η αποστροφή άρκεσε, ώστε πολλοί παρατηρητές να υποστηρίξουν ότι ο ισχυρός άνδρας του Κρεμλίνου έθεσε ως απώτερο στόχο της ρωσικής “ειδικής στρατιωτικής επιχείρησης” την κατάληψη όλων των ουκρανικών ακτών της Μαύρης Θάλασσας.
Μιλώντας και πάλι εκτενώς στη διευρυμένη συνεδρίαση του ανώτατου συμβουλίου του Yπουργείου Άμυνας της Ρωσίας την Τρίτη, ο Πούτιν έδωσε σαφή εικόνα της σκλήρυνσης της στάσης του στο ουκρανικό ζήτημα, τη στιγμή ακριβώς που στη Δύση εντείνεται ο προβληματισμός (και η δυσφορία για τη συνεχιζόμενη χρηματοδότηση του Κιέβου), πληθαίνουν φωνές που προτείνουν “πάγωμα” της σύγκρουσης, προτείνεται από κάποιους “επιστράτευση” της Άνγκελα Μέρκελ σε ρόλο μεσολαβητή κ.ο.κ.
Ο Ρώσος ηγέτης εξέπεμψε διπλό μήνυμα: αφενός περιέγραψε την πρόοδο της εξοπλιστικής προσπάθειας της χώρας του, χωρίς να αποκρύψει τους τομείς στους οποίους χρειάζεται να καλυφθούν κενά, αφετέρου δε στην δευτερολογία του επανήλθε στην ιστορικο-πολιτική θεώρησή του περί του ουκρανικού ζητήματος. Το δεύτερο αυτό σκέλος έχει και το μεγαλύτερο ενδιαφέρον.
Η ανασκόπηση στην οποία προέβη ο Πούτιν κάθε άλλο παρά ήταν θριαμβολογική. Περισσότερες από μία φορές επανέλαβε ότι η χώρα του “σύρθηκε” σε αυτή τη σύγκρουση, “αναγκάστηκε” να μπει στον πόλεμο υπέρ των ομοεθνών της, “προσπάθησε ανεπιτυχώς” να βρει κοινά αποδεκτές λύσεις, όπως με τις Συμφωνίες του Μινσκ, “ξεπεράστηκε από τους αντιπάλους” της, “σταδιακά έμεινε χωρίς άλλη επιλογή από το να εμπλακεί” κ.ο.κ. Επιπλέον αναγνώρισε ότι οι αντίπαλοι πέτυχαν τους κυριότερους στόχους τους, που ήταν η διακοπή των σχέσεων Ευρώπης-Ρωσίας και η προώθηση του ΝΑΤΟ στη Βαλτική Θάλασσα.
Οι ισχυρισμοί αυτοί δεν απευθύνονται στο διεθνές ακροατήριο, ώστε να θεωρηθούν δικαιολόγηση της επιλογής χρήσης βίας – απευθύνονται σε στρατιωτικούς ηγήτορες και εν γένει στο εσωτερικό ακροατήριο, προκειμένου να εμπεδωθεί το “κλείσιμο των λογαριασμών” με τη Δύση, να εξηγηθεί το γιατί η ρωσική επέμβαση άργησε τόσο (και γιατί δεν πρόκειται να λήξει σύντομα). Άλλωστε, ο ίδιος ο Πούτιν, κληθείς σε πρόσφατη συνέντευξη να “δώσει συμβουλές” στον προ εικοσαετίας, νέο στην εξουσία εαυτό του, δήλωσε ότι διακατεχόταν από “αφελή εμπιστοσύνη” προς τη Δύση.
Αλλά η κατακλείδα της παρέμβασής του αφορούσε το μέλλον της Ουκρανίας. Όπως είπε, “ο μόνος εγγυητής της κυριαρχίας και της εδαφικής ακεραιότητας της Ουκρανίας ήταν η Ρωσία. Όταν η Ρωσία δημιούργησε τη Σοβιετική Ένωση, απλώς παρέδωσε, μαζί με τον πληθυσμό της, τεράστια ιστορικά ρωσικά εδάφη, τεράστιες δυνατότητες και επένδυσε κολοσσιαίους πόρους σε ολόκληρη αυτή την επικράτεια”.
Ο Πούτιν προσέθεσε με νόημα ότι τα δυτικά εδάφη της σημερινής Ουκρανίας (τα οποία δεν ανήκαν στην Ρωσική Αυτοκρατορία ή την προπολεμική Σοβιετική Ένωση) προσαρτήθηκαν από τον Στάλιν μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο: επρόκειτο για μέρος των πολωνικών εδαφών, όπως το Λβιβ κτλ., για την απώλεια των οποίων η Πολωνία αποζημιώθηκε με το διάδρομο του Ντάντσιχ και ανατολικά γερμανικά εδάφη. Προσαρτήθηκαν επίσης στην Ουκρανία ουγγρικά και ρουμανικά εδάφη.
“Οι άνθρωποι που ζουν εκεί”, πρόσθεσε ο Ρώσος πρόεδρος “θέλουν να επιστρέψουν στην ιστορική τους πατρίδα, ενώ εκείνες οι χώρες που έχασαν αυτά τα εδάφη, κυρίως η Πολωνία, κοιμούνται και ονειρεύονται με τη σκέψη να τα ανακτήσουν”.
Υπό αυτή την έννοια, κατέληξε, “μόνο η Ρωσία θα μπορούσε να είναι ο εγγυητής της εδαφικής ακεραιότητας της Ουκρανίας. Αν δεν θέλουν, δεν χρειάζεται. Η ιστορία θα τα βάλει όλα στη θέση τους. Δεν θα επέμβουμε, αλλά δεν θα εγκαταλείψουμε τους δικούς μας. Αυτό πρέπει να καταλάβουν όλοι: στην Ουκρανία, όσοι είναι επιθετικοί προς τη Ρωσία, στην Ευρώπη και στις ΗΠΑ. Αν θέλουν να διαπραγματευτούν, ας διαπραγματευτούν. Αλλά εμείς θα το κάνουμε αυτό με βάση τα συμφέροντά μας”.
Με άλλα λόγια, ο Πούτιν αποκρούει το σενάριο του “παγώματος” της σύγκρουσης και δείχνει ότι ενδιαφέρεται να καθορίσει το μέλλον της όλης Ουκρανίας, εξαιρουμένου εκείνου του τμήματος στα δυτικά το οποίο δεν εμπίπτει στον ορισμό του “αδελφού έθνους”. Αυτό μπορούν να μπουν στον πειρασμό να το διεκδικήσουν άλλες χώρες, με αποτέλεσμα να ενταθούν οι εντός του ΝΑΤΟ ανταγωνισμοί.